ἐνέταξα

ἐνέταξα
ἐντάσσω
insert
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εντάσσω — ενέταξα και ένταξα, εντάχτηκα, ενταγμένος, μτβ., κατατάσσω, τοποθετώ κάτι σε κάποιο σύνολο, βάζω κάτι μεταξύ άλλων ή μέσα σε κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντάσσω — εντάσσω, ενέταξα βλ. πίν. 27 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”